- βρυαλίζων
- βρυαλίζωνGrammatical information: v.Meaning: διαρρήσσων H.Derivatives: βρυαλιγμόν ψόφον, ἦχον and βρυαλίκται πολεμικοὶ ὀρχησταί `μενέδουποι' Ἴβυκος καὶ Στησίχορος H. Further Λακωνικὰ ὀρχήματα διὰ Μαλέας...καὶ βρυάλιχα..., προσωρχοῦντο δε γυναῖκες καὶ Α᾽πὸλλωνι (Poll. 4,104); βρυλλιχισται [read βρυαλ-] οἱ αἰσχρὰ προσωπεῖα περιτιθέμενοι γυναικεῖα καὶ ὕμνους ᾄδοντες H.; βρυδάλιχα (read βρυάλιχα?; ms. -ίχα) πρόσωπον γυναικεῖον H. (further corrupt).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: From *βρύαλος (-η, -ον), itself from βρύω (s. v.), but its meaning does not fit well. On the meaning one compares βρυάσομαι ἀναβακχεύσομαι μετά τινος κινήσεως H. Probably a Pre-Gr. word. - Fur 174 also cites βρυανιῶν μετεωριζόμενος καὶ κορωνιὼν H.Page in Frisk: 1,272
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.